- πρωτιά
- η1) первое место; 2) право первого хода (в игре); 3) почин (в торговле);
κάνω πρωτιά — сделать почин
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κάνω πρωτιά — сделать почин
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πρωτιά — η, Ν [πρώτος] 1. το να έχει κανείς την πρώτη θέση σε μια σειρά, η κατάταξη στην πρώτη θέση 2. υπεροχή 3. το δικαίωμα κάποιου να ενεργεί πρώτος 4. έναρξη, αρχίνισμα 5. φρ. α) «έχω πρωτιά» (για χαρτοπαίκτες) παίρνω πρώτος από όλους τα τραπουλόχαρτα … Dictionary of Greek
πρωτιά — η το να έχει κανείς την πρώτη θέση, το δικαίωμα να κάνει την αρχή: Έχω την πρωτιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πρωτοστασία — ἡ, ΜΑ [πρωτοστάτης] το αξίωμα τού πρωτοστάτη, δηλαδή αυτού που κατέχει τη σπουδαιότερη ή την πρώτη θέση σε μια ιεραρχική τάξη αρχ. το να κατέχει κανείς την πρώτη θέση, η πρωτιά … Dictionary of Greek
πρώτος — η, ο / πρῶτος, ώτη, ον, ΝΜΑ, δωρ. τ. πρᾱτος, ον, Α 1. αυτός που προηγείται όλων τών άλλων ως προς τον χρόνο, τον τόπο, τον βαθμό, την ποιότητα, την αξία, τη θέση που έχει σε μια αριθμητική σειρά ή και το αξίωμα που κατέχει σε μια ιεραρχική τάξη… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… … Dictionary of Greek